Με ποιόν δεν θα καθόταν ο Δίκαιος
αν ήτανε να βοηθήσει έτσι το δίκιο;
Ποίο γιατρικό θα ‘ταν πολύ πικρό
για τον ετοιμοθάνατο;
Τι βρωμία δε θα ‘κανες
τη βρομία να τσακίσεις;
Αν επιτέλους μπορούσες τον κόσμο να αλλάξεις, δεν θα
καταδεχόσουν να το κάνεις;
Ποίος είσαι;
Βυθίσου στο βούρκο
αγκάλιασε το φονία, όμως
άλλαξε τον κόσμο: το χει ανάγκη.
Χρειάζεται πολλά, τον κόσμο για να αλλάξεις:
Οργή κι επιμονή. Γνώση και αγανάκτηση.
Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθία.
Ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία.
Κατανόηση της λεπτομέριας και κατανόηση του συνόλου.
Μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς
της πραγματικότητα ν’ αλλάξουμε.
(Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης / Aπό το θεατρικό έργο «H απόφαση» – Die Massnahme -, 1930)
Ειναι εκεί δεν μπορω ν᾿ ἀλλάξω
μὲ δυὸ μεγάλα μάτια πίσω ἀπ᾿ τὸ κύμα
ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ φυσᾶ ὁ ἀγέρας
ἀκολουθώντας τὶς φτεροῦγες τῶν πουλιῶν
εἶναι ἐκεῖ μὲ δυὸ μεγάλα μάτια
μήπως ἄλλαξε κανεὶς ποτέ του.
Τι γυρεύετε; τα μηνύματά σας
ἔρχουνται ἀλλαγμένα ὡς τὸ καράβι
ἡ ἀγάπη σας γίνεται μίσος
ἡ γαλήνη σας γίνεται ταραχὴ
καὶ δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω πίσω
νὰ ἰδῶ τὰ πρόσωπά σας στ᾿ ἀκρογιάλι.
Ειναι ἐκει τα μεγάλα μάτια
κι ὅταν μένω καρφωμένος στὴ γραμμή μου
κι ὅταν πέφτουν στὸν ὁρίζοντα τ᾿ ἀστέρια
εἶναι ἐκεῖ δεμένα στὸν αἰθέρα
σὰ μιὰ τύχη πιὸ δική μου ἀπ᾿ τὴ δική μου.
Τα λόγια σας συνήθεια της ἀκοης
βουίζουν μέσα στὰ ξάρτια καὶ περνᾶνε
μήπως πιστεύω στὴν ὕπαρξή σας
μοιραῖοι σύντροφοι, ἀνυπόστατοι ἴσκιοι.
Ἔχασε το χρώμα του πια αυτὸς ο κόσμος
καθὼς τὰ φύκια στ᾿ ἀκρογιάλι τοῦ ἄλλου χρόνου
γκρίζα ξερὰ στὸ ἔλεος τοῦ ἀνέμου.
Ἕνα μεγάλο πέλαγο δυο μάτια
εὐκίνητα καὶ ἀκίνητα σὰν τὸν ἀγέρα
καὶ τὰ πανιά μου ὅσο κρατήσουν, κι ὁ θεός μου.